ξεχαρβάλωτος
Смотреть что такое "ξεχαρβάλωτος" в других словарях:
ξεχαρβάλωτος — η, ο [ξεχαρβαλώνω] ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος … Dictionary of Greek
ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)