ξεχαρβάλωτος

ξεχαρβάλωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεχαρβάλωτος" в других словарях:

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο [ξεχαρβαλώνω] ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος …   Dictionary of Greek

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»